- περικέντηση
- η, Ν [περικεντώ]ιατρ. είδος χειρουργικής επέμβασης με ακίδα που γινόταν παλαιότερα στον κρυσταλλοειδή φακό τού οφθαλμού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικεντήσῃ — περικεντέω pierce on all sides aor subj mid 2nd sg περικεντέω pierce on all sides aor subj act 3rd sg περικεντέω pierce on all sides fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)